- τετραβόλος
- ἡ, Αθηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο-βόλος].————————ὁ, Μείδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας», Θεοφάν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πυρο-βόλος].
Dictionary of Greek. 2013.